ὀλαιμεύς

ὀλαιμεύς
ὀλαιμεύς· (τὸ cod.) τὰς ὀλὰς βάλλων, Id. [full] ὀλαιτοί· σπερμολόγοι, καὶ ὀλατοί, Id., cf. Orusap.EM622.9, Phot. [full] ϝόλαμος (written γόλ-) · διωγμός, Hsch. (cf. οὐλαμός).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ολαιμεύς — ὀλαιμεύς, ο (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ὀλὰς βάλλων». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ὀλαί / οὐλαί* οδήγησε μερικούς στην παρακινδυνευμένη διόρθωσή του σε ὀλαι < χο> εύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”